κράμβη

κράμβη
κράμβ-η, ,
A cabbage, Brassica cretica, Batr. 163 (pl.), Hippon.37, Telecl.27 (pl.), PHib.1.121.30 (iii B. C.), etc.; of three kinds, Eudem. ap. Ath.9.369d, cf. Nic.Fr.85; = ῥάφανος (q.v.), Arist.HA551a16; κ. ἥμερος, ἀγρία, Dsc.2.120,121.
2 κ. θαλασσία, sea-cole, Convolvulus Soldanella, ib.122, Gal.12.43.
3

μὰ τὴν κράμβην Anan.4

, cf. Epich.25, or

μὰ τὰς κράμβας Eup.74

, Comic form of oath to avoid sacred names, Ath.9.370b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράμβη — cabbage fem nom/voc sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβῃ — κράμβη cabbage fem dat sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κράμβη — η γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, το λάχανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβῶν — κράμβη cabbage fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβαις — κράμβη cabbage fem dat pl κράμβος loud fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβην — κράμβη cabbage fem acc sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβης — κράμβη cabbage fem gen sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράβη — κράβη, ἡ (Α) η κράμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος μβ σε β ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”